ριβόζη

ριβόζη
η, Ν
(βιοχ.) σάκχαρο, αλδόζη, με 5 άτομα άνθρακα που απαντά στο ριβονουκλεϊκό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ribose < ribonic (acid) (< γερμ. Ribonsaure < ribon, άλλο τ. τού arabinose με μετάθεση + saure «οξύ» + -οσε].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωσφοριβόζη — η, Ν (βιοχ.) φωσφορυλιωμένη ριβόζη, δηλαδή ριβόζη στο μόριο τής οποίας έχει συνδεθεί μια ανόργανη φωσφορική ρίζα, αλλ. φωσφορική ριβόζη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phosphorivose] …   Dictionary of Greek

  • νουκλεοπρωτεΐνες — Οργανικές ενώσεις όξινης αντίδρασης, που σχηματίζονται από την ένωση μιας απλής πρωτεΐνης με μια προσθετική ομάδα, το νουκλεϊνικό οξύ. Ανήκουν συνεπώς στην ομάδα των συνεζευγμένων πρωτεϊνών και ονομάστηκαν ν. επειδή απομονώθηκαν, για πρώτη φορά,… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… …   Dictionary of Greek

  • ριβιτόλη — η, Ν (βιοχ.) σακχαρο αλκοόλη που παράγεται από τη ριβόζη και είναι συστατικό τού τειχοϊκού οξέος τών βακτηριακών κυτταρικών τοιχωμάτων …   Dictionary of Greek

  • ριβονουκλεοζίτης — ο, Ν (βιοχ.) κάθε νουκλεοζίτης που περιέχει D ριβόζη ως σακχαρικό συστατικό …   Dictionary of Greek

  • ριβονουκλεϊκός — ή, ό, Ν φρ. α) «ριβονουκλεϊκή πολυμεράση» (βιοχ.) ένζυμο που συμμετέχει στη μεταγραφή τού δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος για την παροχή τού συμπληρωματικού ριβονουκλεϊκού οξέος β) «ριβονουκλεϊκό οξύ» (βιοχ.) μόριο υψηλού μοριακού βάρους που… …   Dictionary of Greek

  • φουρανόζες — οι, Ν (βιοχ.) γενική ονομασία πολλών υδατανθράκων, όπως λ.χ. είναι η φρουκτόζη, η ριβόζη κ.ά., με κυκλική δομή η οποία περιλαμβάνει τον σκελετό τετραϋδροφουρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. furannoses < furanne (βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • αδενοσίνη — Νουκλεοτίδιο, γλυκοζίτης δηλαδή της ριβόζης με αδενίνη, και μάλιστα το β. γλυκοζιτικό νουκλεοτίδιο από D ριβόζη και αδενίνη, που προέρχεται από την υδρόλυση των νουκλεϊνικών οξέων. Η επιστημονική ονομασία της είναι α β ριβο φουρανοζικο αδενίνη.… …   Dictionary of Greek

  • πεντόζες — Οργανικές ενώσεις, μονοσακχαρίτες (σάκχαρα), οι οποίες αντιστοιχούν στο γενικό τύπο C5H10O5 και περιέχουν στο μόριό τους πέντε άτομα άνθρακα. Είναι ουσίες κρυσταλλικές, άχροες, με γλυκιά γεύση. Οι π. είναι ανάλογες με τις εξόζες* και διακρίνονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”